προωνύμιον

προωνύμιον
προωνύμιον [ῠ], τό, ([etym.] ὄνομα) = Lat.
A praenomen, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προωνύμιον — τὸ, ΜΑ (στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. [αῑος] Πομπήιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ωνύμιον (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παρ ωνύμιον. Το ω τού τύπου οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • προώνυμος — ον, ΜΑ (στους Ρωμαίους) αυτός που έχει προωνύμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”